Karrocë në greqisht
Përkthim: karrocë, Fjalor: shqip » greqisht
Gjuha burim:
shqip
Gjuha e synuar:
greqisht
Përkthime:
πούλμαν, άμαξα, βαγόνι, προπονητής, προπονώ, μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά
Gjuhë të tjera
Fjalë të ngjashme: karrocë
karroca fëmijë sh, karrocë fjalor gjuhësor greqisht, karrocë në greqisht
Përkthime
- karrige në greqisht - καρέκλα, έδρα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
- karroceri në greqisht - αμάξωμα, ρυμουλκούμενο, τρέιλερ, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, του ρυμουλκουμένου
- karshi në greqisht - κατά, έναντι, κατά της, από, εναντίον
- kartolinë në greqisht - κάρτα, καρτ ποστάλ, ταχυδρομική κάρτα, ευχετήριων κάρτων
Fjalë të rastësishme
Karrocë në greqisht - Fjalor: shqip » greqisht
Përkthime: πούλμαν, άμαξα, βαγόνι, προπονητής, προπονώ, μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά
Përkthime: πούλμαν, άμαξα, βαγόνι, προπονητής, προπονώ, μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά