Mjeshtër në greqisht
Përkthim: mjeshtër, Fjalor: shqip » greqisht
Gjuha burim:
shqip
Gjuha e synuar:
greqisht
Përkthime:
αφέντης, δεξιοτέχνης, εμπειρογνώμονας, μετρ, κύριος, ειδικός, εμπειρογνώμων, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο
Fjalë të ngjashme
Gjuhë të tjera
Fjalë të ngjashme: mjeshtër
kalle mjeshtër, mjeshtër fjalor gjuhësor greqisht, mjeshtër në greqisht
Përkthime
- mjerim në greqisht - δυστυχία, μιζέρια, αθλιότητα, δυστυχίας, τη δυστυχία
- mjerë në greqisht - δυστυχισμένος, άθλιος, χάλια, ελεεινός, κακόμοιρος, σκουλήκι, Worm, ...
- mjeshtëri në greqisht - ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, φιλοτεχνία, εργασία, κατασκευής, ποιότητα κατασκευής, ...
- mjet në greqisht - εργαλείο, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
Fjalë të rastësishme
Mjeshtër në greqisht - Fjalor: shqip » greqisht
Përkthime: αφέντης, δεξιοτέχνης, εμπειρογνώμονας, μετρ, κύριος, ειδικός, εμπειρογνώμων, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο
Përkthime: αφέντης, δεξιοτέχνης, εμπειρογνώμονας, μετρ, κύριος, ειδικός, εμπειρογνώμων, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο