Mjeshtëri në greqisht
Përkthim: mjeshtëri, Fjalor: shqip » greqisht
Gjuha burim:
shqip
Gjuha e synuar:
greqisht
Përkthime:
ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, φιλοτεχνία, εργασία, κατασκευής, ποιότητα κατασκευής, την κατασκευή
Gjuhë të tjera
Fjalë të ngjashme: mjeshtëri
mjeshtëri fjalor gjuhësor greqisht, mjeshtëri në greqisht
Përkthime
- mjerë në greqisht - δυστυχισμένος, άθλιος, χάλια, ελεεινός, κακόμοιρος, σκουλήκι, Worm, ...
- mjeshtër në greqisht - αφέντης, δεξιοτέχνης, εμπειρογνώμονας, μετρ, κύριος, ειδικός, εμπειρογνώμων, ...
- mjet në greqisht - εργαλείο, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
- moda në greqisht - σχηματίζω, διαμορφώνω, μόδα, πλάθω, μόδας, τρόπο, της μόδας, ...
Fjalë të rastësishme
Mjeshtëri në greqisht - Fjalor: shqip » greqisht
Përkthime: ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, φιλοτεχνία, εργασία, κατασκευής, ποιότητα κατασκευής, την κατασκευή
Përkthime: ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, φιλοτεχνία, εργασία, κατασκευής, ποιότητα κατασκευής, την κατασκευή