Ndriçoj në greqisht
Përkthim: ndriçoj, Fjalor: shqip » greqisht
Gjuha burim:
shqip
Gjuha e synuar:
greqisht
Përkthime:
φωτερός, ξανθός, ανάβω, φωτίζω, λάμπω, λαμποκοπώ, λαμποκοπούν, αιχμαλωτίζουν το βλέμμα, αιχμαλωτίζουν το βλέμμα με
Fjalë të ngjashme
Gjuhë të tjera
Fjalë të ngjashme: ndriçoj
ndriçoj fjalor gjuhësor greqisht, ndriçoj në greqisht
Përkthime
- ndonëse në greqisht - μολονότι, αν και, παρόλο, αν, παρόλο που
- ndoshta në greqisht - ίσως, μπορεί, ίσως και, ίσως να, μήπως, ενδεχομένως
- ndrydhur në greqisht - Twisted, Συνεστραμμένα, συνεστραμμένου, στριμμένα, οι Twisted
- ndryshëm në greqisht - διάφορα, διαφορετικός, διάφορος, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφορετικών
Fjalë të rastësishme
Ndriçoj në greqisht - Fjalor: shqip » greqisht
Përkthime: φωτερός, ξανθός, ανάβω, φωτίζω, λάμπω, λαμποκοπώ, λαμποκοπούν, αιχμαλωτίζουν το βλέμμα, αιχμαλωτίζουν το βλέμμα με
Përkthime: φωτερός, ξανθός, ανάβω, φωτίζω, λάμπω, λαμποκοπώ, λαμποκοπούν, αιχμαλωτίζουν το βλέμμα, αιχμαλωτίζουν το βλέμμα με