Përpjek në greqisht
Përkthim: përpjek, Fjalor: shqip » greqisht
Gjuha burim:
shqip
Gjuha e synuar:
greqisht
Përkthime:
βαρώ, σουξέ, χτυπώ, μεγάλη προσπάθεια, μεγάλες προσπάθειες, μεγάλη προσπάθεια για, σημαντική προσπάθεια, πολύ κόπο
Fjalë të ngjashme
Gjuhë të tjera
Fjalë të ngjashme: përpjek
përpjek fjalor gjuhësor greqisht, përpjek në greqisht
Përkthime
- përpiktë në greqisht - ακριβολόγος, ακριβής, συγκεκριμένος, Ακριβείς, έγκαιρη, εμπρόθεσμη, Η έγκαιρη
- përpiqem në greqisht - απόπειρα, πασχίζω, προσπάθεια, προσπαθώ, δοκιμάστε, δοκιμάσετε, προσπαθήσουμε, ...
- përpjekje në greqisht - προσπαθώ, προσπάθεια, απόπειρα, προσπάθειας, προσπάθειες, προσπάθεια για, προσπαθειών
- përplas në greqisht - βροντώ, βρόντος, κρότος, γδούπος, χτύπημα, Slam, βρόντο, ...
Fjalë të rastësishme
Përpjek në greqisht - Fjalor: shqip » greqisht
Përkthime: βαρώ, σουξέ, χτυπώ, μεγάλη προσπάθεια, μεγάλες προσπάθειες, μεγάλη προσπάθεια για, σημαντική προσπάθεια, πολύ κόπο
Përkthime: βαρώ, σουξέ, χτυπώ, μεγάλη προσπάθεια, μεγάλες προσπάθειες, μεγάλη προσπάθεια για, σημαντική προσπάθεια, πολύ κόπο