Доказуемия на гръцки език
Превод: доказуемия, Речник: български » гръцки
Изходен език:
български
Целеви език:
гръцки
Преводи:
εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, ισχύει, ισχύουν, εφαρμοστέο
Други езици
Свързани думи: доказуемия
доказуемия езиков речник гръцки, доказуемия на гръцки език
Преводи
- дознание на гръцки език - ανάκριση, θανατικής ανάκρισης, θανατική ανάκριση, της θανατικής ανάκρισης, δικαστική έρευνα
- доказателство на гръцки език - επίδειξη, διαδήλωση, απόδειξη, απόδειξης, αποδείξεως, αποδείξεις, την απόδειξη
- докладчик на гръцки език - δημοσιογράφος, ρεπόρτερ, Ο εισηγητής, εισηγητής, εισηγητή, εισηγήτρια, εισηγητική έκθεση
- докторат на гръцки език - διδακτορικό, το διδακτορικό, διδακτορικού τίτλου, διδακτορικό δίπλωμα, απόκτηση διδακτορικού τίτλου
Случайни думи
Доказуемия на гръцки език - Речник: български » гръцки
Преводи: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, ισχύει, ισχύουν, εφαρμοστέο
Преводи: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, ισχύει, ισχύουν, εφαρμοστέο