Абавязковасьць на грэцкай
Пераклад: абавязковасьць, Слоўнік: беларуская » грэцкая
Зыходная мова:
беларуская
Мова перакладу:
грэцкая
Пераклады:
ποιότητα, προσωπικότητα, οργή, διάθεση, σκληραίνω, φύση, μετριάζω, χαρακτήρας, υποχρέωση, υποχρέωσης, υποχρεώσεως, την υποχρέωση, υποχρέωσή
Словы з сходным значэннем
Іншыя мовы
Словы з сходным значэннем: абавязковасьць
абавязковасьць слоўнік мовы грэцкая, абавязковасьць на грэцкай
Пераклады
- абавязацельства на грэцкай - υπόσχομαι, εχέγγυο, δέσμευση, αφιέρωση, προσήλωση, αρραβώνες, πίστη, ...
- абавязкова на грэцкай - κατ 'ανάγκη, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως
- абавязковасьць на грэцкай - ποιότητα, προσωπικότητα, οργή, διάθεση, σκληραίνω, φύση, μετριάζω, ...
- абавязковы на грэцкай - λεπτομερής, αναγκαίος, εξονυχιστικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, ...
- абагачаць на грэцкай - εμπλουτίζω, εμπλουτίσουν, εμπλουτίζουν, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό, εμπλουτίσετε την
Выпадковыя словы
Абавязковасьць на грэцкай - Слоўнік: беларуская » грэцкая
Пераклады: ποιότητα, προσωπικότητα, οργή, διάθεση, σκληραίνω, φύση, μετριάζω, χαρακτήρας, υποχρέωση, υποχρέωσης, υποχρεώσεως, την υποχρέωση, υποχρέωσή
Пераклады: ποιότητα, προσωπικότητα, οργή, διάθεση, σκληραίνω, φύση, μετριάζω, χαρακτήρας, υποχρέωση, υποχρέωσης, υποχρεώσεως, την υποχρέωση, υποχρέωσή