Атрымлiваць на грэцкай
Пераклад: атрымлiваць, Слоўнік: беларуская » грэцкая
Зыходная мова:
беларуская
Мова перакладу:
грэцкая
Пераклады:
εξυπηρετώ, δέχομαι, στεγάζω, αποδέχομαι, έχε, έχω, λαμβάνω, παίρνω, αποκτώ, παραλαμβάνω, παραδέχομαι, διαβάζω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβει
Словы з сходным значэннем
Іншыя мовы
Словы з сходным значэннем: атрымлiваць
атрымлiваць слоўнік мовы грэцкая, атрымлiваць на грэцкай
Пераклады
- астача на грэцкай - υπόλοιπος, ησυχασμός, κατάλοιπο, πλάστιγγα, ισορροπία, ξεκουράζομαι, ζυγαριά, ...
- асёл на грэцкай - βλάκας, γάιδαρος, κώλος, κώλο, τον κώλο, γάιδαρο
- атрымоўваць на грэцкай - δέχομαι, προμηθεύομαι, διαβάζω, λαμβάνω, παραδέχομαι, έχε, αποκτώ, ...
- ахвотна на грэцкай - σύντομα, σύντομος, οικειοθελώς, πρόθυμα, προθυμία, με προθυμία, θέλησή
Выпадковыя словы
Атрымлiваць на грэцкай - Слоўнік: беларуская » грэцкая
Пераклады: εξυπηρετώ, δέχομαι, στεγάζω, αποδέχομαι, έχε, έχω, λαμβάνω, παίρνω, αποκτώ, παραλαμβάνω, παραδέχομαι, διαβάζω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβει
Пераклады: εξυπηρετώ, δέχομαι, στεγάζω, αποδέχομαι, έχε, έχω, λαμβάνω, παίρνω, αποκτώ, παραλαμβάνω, παραδέχομαι, διαβάζω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβει