Úlovek v řečtině

Překlad: úlovek, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
νταμάρι, λάφυρα, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Úlovek v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: úlovek

nejsmrtelnější úlovek, rychlý prachy, úlovek anglicky, úlovek antonyma, úlovek csfd, úlovek jazykový slovník řečtina, úlovek v řečtině

Překlady

  • úlomek v řečtině - αρπάζω, νάρθηκας, αγκίδα, αποφάγια, θραύσμα, τσιπ, κομματάκι, ...
  • úlomkovitý v řečtině - αποσπασματικός, κλαστικά, κλαστικές, κλαστικών, κλαστικής, κλαστικοί
  • úmluva v řečtině - οικισμός, σύμφωνο, διακανονισμός, συνθήκη, ρήτρα, σύμβαση, ετοιμασία, ...
  • úmor v řečtině - εξαγορά, λύτρωση, αποσβέσεων, απόσβεση, αποσβέσεις, απόσβεσης, εξόφλησης
Náhodná slova
Úlovek v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: νταμάρι, λάφυρα, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα