Dozorce v řečtině
Překlad: dozorce, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κηδεμόνας, ελεγκτής, φρουρώ, θαλαμηπόλος, φυλάω, φύλακας, επιτηρητής, επιθεωρητής, φρουρά, οικονόμος, επόπτης, τοπογράφος, θυρωρός, δεσμοφύλακας, επιστάτης, αρχή εποπτείας, επιβλέπων, αρχή εποπτείας του, επόπτη
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: dozorce
dozorce 3, dozorce 3 full, dozorce 3 key, dozorce 3 warez, dozorce antonyma, dozorce jazykový slovník řečtina, dozorce v řečtině
Překlady
- doznání v řečtině - αναγνώριση, είσοδος, εξομολόγηση, παραδοχή, ομολογία, εισδοχή, αποδοχή, ...
- dozor v řečtině - επιθεώρηση, φρουρά, έλεγχος, επίβλεψη, βλέπω, ρολόι, αβλεψία, ...
- dozování v řečtině - Δοσομετρικές, Δοσομέτρηση, Η δοσολογία, δοσολογία, Η δόση
- dozrát v řečtině - μεστός, ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, ωριμάζουν, ωριμάσουν, ωριμάσει, ...
Náhodná slova
Dozorce v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κηδεμόνας, ελεγκτής, φρουρώ, θαλαμηπόλος, φυλάω, φύλακας, επιτηρητής, επιθεωρητής, φρουρά, οικονόμος, επόπτης, τοπογράφος, θυρωρός, δεσμοφύλακας, επιστάτης, αρχή εποπτείας, επιβλέπων, αρχή εποπτείας του, επόπτη
Překlady: κηδεμόνας, ελεγκτής, φρουρώ, θαλαμηπόλος, φυλάω, φύλακας, επιτηρητής, επιθεωρητής, φρουρά, οικονόμος, επόπτης, τοπογράφος, θυρωρός, δεσμοφύλακας, επιστάτης, αρχή εποπτείας, επιβλέπων, αρχή εποπτείας του, επόπτη