Fixovat v řečtině
Překlad: fixovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
φτιάχνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: fixovat
fixovat antonyma, fixovat cenu elektřiny, fixovat cenu plynu, fixovat gramatika, fixovat křížovka, fixovat jazykový slovník řečtina, fixovat v řečtině
Překlady
- fixace v řečtině - στερέωση, στερέωσης, σταθεροποίηση, υλική ενσωμάτωση, σύνδεσης του
- fixlovat v řečtině - ζαβολιάρης, φενακίζω, κλέβω, βιολί, βιολιού, fiddle, το βιολί, ...
- fičet v řečtině - χτύπημα, φυσώ, σφυρίζω, whiz, θαύμα, σύριγμα, μάγος
- flambovat v řečtině - φλαμπέ, κακά χάλια, σε κακά χάλια
Náhodná slova
Fixovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: φτιάχνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Překlady: φτιάχνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει