Inhibice v řečtině
Překlad: inhibice, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
Αναστολή, Η αναστολή, αναστολής, Παρεμπόδιση, την αναστολή
Jiné jazyky
Příbuzná slova: inhibice
inhibice acetylcholinesterázy, inhibice antonyma, inhibice enzymů, inhibice fosfodiesterázy, inhibice genetika, inhibice jazykový slovník řečtina, inhibice v řečtině
Překlady
- inhalace v řečtině - εισπνοή, εισπνοής, την εισπνοή, όταν εισπνέεται, της εισπνοής
- inhalovat v řečtině - εισπνέω, εισπνέετε, εισπνέουν, εισπνεύσει, εισπνεύσουν
- inhibovat v řečtině - περιορίζω, παρεμποδίζω, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, αναστείλει
- iniciativa v řečtině - πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για
Náhodná slova
Inhibice v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: Αναστολή, Η αναστολή, αναστολής, Παρεμπόδιση, την αναστολή
Překlady: Αναστολή, Η αναστολή, αναστολής, Παρεμπόδιση, την αναστολή