Kompenzovat v řečtině
Překlad: kompenzovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αντισταθμίζω, εξιλεώνομαι, εξισώνω, αμοιβή, αναπληρώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: kompenzovat
kompenzovat antonyma, kompenzovat gramatika, kompenzovat křížovka, kompenzovat pravopis, kompenzovat si, kompenzovat jazykový slovník řečtina, kompenzovat v řečtině
Překlady
- kompenzace v řečtině - αποκατάσταση, αποζημίωση, επανόρθωση, συμψηφισμός, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, ...
- kompenzační v řečtině - αποζημίωση, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
- kompetence v řečtině - δικαιοδοσία, κατανομή, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες
- kompetentní v řečtině - αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
Náhodná slova
Kompenzovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αντισταθμίζω, εξιλεώνομαι, εξισώνω, αμοιβή, αναπληρώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν
Překlady: αντισταθμίζω, εξιλεώνομαι, εξισώνω, αμοιβή, αναπληρώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν