Konstatovat v řečtině
Překlad: konstatovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κράτος, βρίσκω, κρατίδιο, ανεύρεση, εύρημα, κατάσταση, πολιτεία, κρατικών, κρατικές
Jiné jazyky
Příbuzná slova: konstatovat
konstatovat anglicky, konstatovat antonyma, konstatovat definice, konstatovat deklarovat, konstatovat gramatika, konstatovat jazykový slovník řečtina, konstatovat v řečtině
Překlady
- konspirátor v řečtině - συνωμότης, συνωμότη, συμμορίας, μέλος συμμορίας, αρχισυνωμότης
- konstantní v řečtině - ακίνητος, σταθερός, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής, σταθερή, σταθερά
- konstatování v řečtině - δήλωση, κατάσταση, ανακοίνωση, δήλωσης, δελτίο
- konstelace v řečtině - αστερισμός, αστερισμό, αστερισμού, αστερισμό του, σχηματισμού
Náhodná slova
Konstatovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κράτος, βρίσκω, κρατίδιο, ανεύρεση, εύρημα, κατάσταση, πολιτεία, κρατικών, κρατικές
Překlady: κράτος, βρίσκω, κρατίδιο, ανεύρεση, εύρημα, κατάσταση, πολιτεία, κρατικών, κρατικές