Lepivý v řečtině
Překlad: lepivý, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κολλώδης, κόλλα, κολλητικός, κολλητική, συγκολλητικό, συγκολλητική, κόλλας
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: lepivý
lepivý antonyma, lepivý gramatika, lepivý křížovka, lepivý marcipán, lepivý pravopis, lepivý jazykový slovník řečtina, lepivý v řečtině
Překlady
- lepidlo v řečtině - μαστίχα, κόλλα, κολλώ, μέγεθος, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, ...
- lepit v řečtině - χώνω, εμμένω, πιάνομαι, προσκολλώμαι, κολλώ, κόλλα, κόλλας, ...
- lepkavost v řečtině - κολλώδες, κολλητικότητα, κολλώδους, κολλητικότητας, κολλητικότητος
- lepkavý v řečtině - γλοιώδης, κολλητικός, κολλώδης, κόλλα, κολλώδη, κολλώδες, κολλώδεις, ...
Náhodná slova
Lepivý v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κολλώδης, κόλλα, κολλητικός, κολλητική, συγκολλητικό, συγκολλητική, κόλλας
Překlady: κολλώδης, κόλλα, κολλητικός, κολλητική, συγκολλητικό, συγκολλητική, κόλλας