Nabýt v řečtině
Překlad: nabýt, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
απολαβή, κερδίζω, νικώ, προμηθεύομαι, αποκτώ, επιτυγχάνω, κατορθώνω, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, αποκτήσει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: nabýt
dobít kredit, nabyté vědomosti, nabyté zkušenosti, nabít baterie, nabít baterii, nabýt jazykový slovník řečtina, nabýt v řečtině
Překlady
- nabít v řečtině - φορτίζω, ζαλίκι, γεμίζω, φροντίδα, κατηγορία, χρέωση, επιβάρυνση, ...
- nabízet v řečtině - απόπειρα, προσφορά, προσφέρω, προσπάθεια, προσφοράς, την προσφορά, προσφορών
- nabývat v řečtině - πρήζω, φουσκώνω, εξογκώνω, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, ...
- naběračka v řečtině - σέσουλα, κουτάλα, κουταλιά, μεζούρα, scoop
Náhodná slova
Nabýt v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: απολαβή, κερδίζω, νικώ, προμηθεύομαι, αποκτώ, επιτυγχάνω, κατορθώνω, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, αποκτήσει
Překlady: απολαβή, κερδίζω, νικώ, προμηθεύομαι, αποκτώ, επιτυγχάνω, κατορθώνω, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, αποκτήσει