Nutit v řečtině

Překlad: nutit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
δύναμη, πειθαναγκάζω, παρακινώ, υποχρεώνω, παροτρύνω, παρόρμηση, βία, πιέζω, πρεσάρω, εξαναγκάζω, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό
Nutit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: nutit

nutit anglicky, nutit antonyma, nutit dítě do jídla, nutit dítě do kroužku, nutit dítě do školky, nutit jazykový slovník řečtina, nutit v řečtině

Překlady

  • numizmatika v řečtině - νομισματολογία, νομισματικής, νομισματική, νομισματολογίας
  • nuncius v řečtině - Αγγελιαφόρος, Αγγελιαφόρου, του Αγγελιαφόρου
  • nutkavý v řečtině - άμεσος, επείγων, παθολογικός, καταπιεστικός, πιεστικός, ψυχαναγκαστική, καταναγκαστική
  • nutkání v řečtině - ορμή, προτρέπω, παροτρύνω, παροτρύνει, έκκληση, παροτρύνουμε
Náhodná slova
Nutit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: δύναμη, πειθαναγκάζω, παρακινώ, υποχρεώνω, παροτρύνω, παρόρμηση, βία, πιέζω, πρεσάρω, εξαναγκάζω, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό