Obvázat v řečtině
Překlad: obvázat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
επίδεσμος, ντύνω, ντύνομαι, φόρεμα, επίδεσμο, επιδέσμου, επιδέσμου που
Jiné jazyky
Příbuzná slova: obvázat
obvázat antonyma, obvázat gramatika, obvázat kotník, obvázat křížovka, obvázat pravopis, obvázat jazykový slovník řečtina, obvázat v řečtině
Překlady
- obvykle v řečtině - κοινώς, κοινά, γενικά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
- obvyklý v řečtině - συνηθισμένος, ομαλός, τωρινός, συχνάζω, συχνός, συμβατικός, συνήθης, ...
- obydlí v řečtině - κατοικία, κατοικίας, οικιστικές, στέγασης, οικιστικών
- obytný v řečtině - κατοικημένος, κατοικήσιμος, οικιστικός, οικιστικών, κατοικίες, κατοικιών, κατοικημένη, ...
Náhodná slova
Obvázat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: επίδεσμος, ντύνω, ντύνομαι, φόρεμα, επίδεσμο, επιδέσμου, επιδέσμου που
Překlady: επίδεσμος, ντύνω, ντύνομαι, φόρεμα, επίδεσμο, επιδέσμου, επιδέσμου που