Odolat v řečtině
Překlad: odolat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Jiné jazyky
Příbuzná slova: odolat
jak odolat, odolat anglicky, odolat antonyma, odolat gramatika, odolat jídlu, odolat jazykový slovník řečtina, odolat v řečtině
Překlady
- odnést v řečtině - παίρνω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
- odnětí v řečtině - αποχώρηση, αποκοπή, ακρωτηριασμός, ανάληψη, απόσυρση, ανάκληση, απόσυρσης, ...
- odolnost v řečtině - ανοσία, αντοχή, ανεκτικότητα, ανοχή, ασυδοσία, σταθερότητα, δυνάμεις, ...
- odolný v řečtině - πειστήριο, άτρωτος, απρόσβλητος, ανθεκτικός, απόδειξη, σκληροτράχηλος, σκληρός, ...
Náhodná slova
Odolat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Překlady: αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί