Odvíjet v řečtině

Překlad: odvíjet, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ξεκουράζομαι, χαλαρώνω, μηχανάκι, ξεδιπλώνονται, ξεδιπλωθεί, ξεδιπλώνεται, απλώνονται, ξεδιπλώσει
Odvíjet v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: odvíjet

odvíjet antonyma, odvíjet gramatika, odvíjet křížovka, odvíjet odvíjet, odvíjet pravopis, odvíjet jazykový slovník řečtina, odvíjet v řečtině

Překlady

  • odvézt v řečtině - κουβαλώ, μεταφέρω, αφαιρώ, πάρει, πάρει μακριά, πάρει μαζί, να πάρει
  • odvíjení v řečtině - ξετύλιγμα, ξετυλίγματος, το ξετύλιγμα, εκτύλιξης, εκτυλίξεως
  • odvětit v řečtině - αντίλογος, ανταπαντώ, απαντώ, επανενταχθούν, επανασυνδέσει, επανενταχθεί, νέου προσχώρησή, ...
  • odvětví v řečtině - υποκατάστημα, κλαδί, κλάδος, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
Náhodná slova
Odvíjet v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ξεκουράζομαι, χαλαρώνω, μηχανάκι, ξεδιπλώνονται, ξεδιπλωθεί, ξεδιπλώνεται, απλώνονται, ξεδιπλώσει