Olemovat v řečtině
Překlad: olemovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
χείλος, φράντζα, περιστόμιο, άκρη, παρυφές, κρόσσι, κράσπεδο, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: olemovat
olemovat antonyma, olemovat gramatika, olemovat křížovka, olemovat pravopis, olemovat synonymum, olemovat jazykový slovník řečtina, olemovat v řečtině
Překlady
- olejovat v řečtině - λιπαντικό, γράσο, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, Oil, Πετρελαίου
- olejovitý v řečtině - χόνδρος, χοντρός, λίπος, ελαιώδης, ελαιώδες, ελαιώδη, ελαιώδους, ...
- oliva v řečtině - ελιά, ελιάς, ελαιόλαδο, ελιές, της ελιάς
- olivovník v řečtině - ελιά, ελαιόδενδρο, ελιάς, ελαιόδεντρο, της ελιάς
Náhodná slova
Olemovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: χείλος, φράντζα, περιστόμιο, άκρη, παρυφές, κρόσσι, κράσπεδο, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος
Překlady: χείλος, φράντζα, περιστόμιο, άκρη, παρυφές, κρόσσι, κράσπεδο, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος