Opanovat v řečtině
Překlad: opanovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διατάζω, προσταγή, εντολή, καταλαμβάνω, προστάζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: opanovat
opanovat antonyma, opanovat gramatika, opanovat křížovka, opanovat pravopis, opanovat se, opanovat jazykový slovník řečtina, opanovat v řečtině
Překlady
- opakování v řečtině - επαναλαμβάνω, ανανέωση, πρόβες, επανάληψη, ξαναπαίζω, επανάληψης, η επανάληψη, ...
- opalovat v řečtině - βυρσοδεψώ, μαύρισμα, καφετί, μαυρίζω, tan, αχυρόχρωμο, καφέ, ...
- opasek v řečtině - μέση, ιμάντας, ζώνη, ιμάντα, ζώνης, ζωνών
- opat v řečtině - ηγούμενος, ηγούμενο, ηγουμένου, ηγούμενου, abbot
Náhodná slova
Opanovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διατάζω, προσταγή, εντολή, καταλαμβάνω, προστάζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Překlady: διατάζω, προσταγή, εντολή, καταλαμβάνω, προστάζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν