Poučit v řečtině
Překlad: poučit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διαφωτίζω, διδάσκω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: poučit
naučit se anglicky, poučit antonyma, poučit gramatika, poučit křížovka, poučit pravopis, poučit jazykový slovník řečtina, poučit v řečtině
Překlady
- pouze v řečtině - αλλά, δίκαιος, απλώς, αποκλειστικά, μόνο, όμως, αγνά, ...
- poučení v řečtině - πληροφορίες, μάθημα, χειραγωγία, καθοδήγηση, διαφωτισμός, διαφώτιση, φώτιση, ...
- poučka v řečtině - επιχείρηση, διατριβή, πρόβλημα, δίδαγμα, ηθικό δίδαγμα, κανόνας, παραίνεση, ...
- poučovat v řečtině - διάλεξη, διάλεξης, ομιλία, διαλέξεων, διδασκαλίας
Náhodná slova
Poučit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διαφωτίζω, διδάσκω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση
Překlady: διαφωτίζω, διδάσκω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση