Prověrka v řečtině
Překlad: prověrka, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
σταματώ, ανακόπτω, ελέγχω, αναχαιτίζω, καρέ, ανασκόπηση, αναθεώρηση, κριτική, επανεξέταση, επανεξέτασης
Jiné jazyky
Příbuzná slova: prověrka
prověrka antonyma, prověrka bezpečnosti práce, prověrka bozp, prověrka fyzické zdatnosti policie, prověrka gramatika, prověrka jazykový slovník řečtina, prověrka v řečtině
Překlady
- provázet v řečtině - παρακολουθώ, συνοδεύω, ακολουθώ, καβαλιέρος, ακολουθία, παραβρίσκομαι, πάνε μαζί, ...
- provést v řečtině - ξεναγώ, τέλος, πραγματοποιώ, κατορθώνω, περατώνω, εκτελώ, καθιστώ, ...
- provětrat v řečtině - αέρας, αερίζω, ατμόσφαιρα, εξαερίζω, αερισμό, τον αερισμό, αερίστε
- provětrání v řečtině - αερισμός, ανεμιστήρες, εξαεριστήρες, Αναπνευστήρες, Οι ανεμιστήρες, Αεριζόμενοι
Náhodná slova
Prověrka v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: σταματώ, ανακόπτω, ελέγχω, αναχαιτίζω, καρέ, ανασκόπηση, αναθεώρηση, κριτική, επανεξέταση, επανεξέτασης
Překlady: σταματώ, ανακόπτω, ελέγχω, αναχαιτίζω, καρέ, ανασκόπηση, αναθεώρηση, κριτική, επανεξέταση, επανεξέτασης