Rozpřáhnout v řečtině
Překlad: rozpřáhnout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
τεντώνω, εκτείνομαι, τεζάρω, τεντώνομαι, ξαπλώνομαι, απλώσουμε, τεντώσει έξω, απλώσει, απλώνονται
Jiné jazyky
Příbuzná slova: rozpřáhnout
rozpřáhnout antonyma, rozpřáhnout gramatika, rozpřáhnout křížovka, rozpřáhnout pravopis, rozpřáhnout se, rozpřáhnout jazykový slovník řečtina, rozpřáhnout v řečtině
Překlady
- rozpínavý v řečtině - επεκτατικός, διασταλτός, επεκτατική, επεκτατικής, επεκτατικές, επεκτατικό
- rozpětí v řečtině - εξάπλωση, επέκταση, τεντώνομαι, διαδίδω, φουντώνω, διαστολή, τεντώνω, ...
- rozpůlit v řečtině - διχοτομώ, bisect, διχοτομούν, διχοτομήσει, διχοτομούν τις
- rozrazit v řečtině - διάλειμμα, αντεπίθεση, σπάζω, διάλλειμα, ανατινάξεις, ανατίναξη, αμμοβολής, ...
Náhodná slova
Rozpřáhnout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: τεντώνω, εκτείνομαι, τεζάρω, τεντώνομαι, ξαπλώνομαι, απλώσουμε, τεντώσει έξω, απλώσει, απλώνονται
Překlady: τεντώνω, εκτείνομαι, τεζάρω, τεντώνομαι, ξαπλώνομαι, απλώσουμε, τεντώσει έξω, απλώσει, απλώνονται