Shromáždit v řečtině
Překlad: shromáždit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συρρέω, αγέλη, συγκεντρώνω, συσσωμάτωμα, αποθησαυρίζω, παραβάλλω, μαζεύομαι, κοπάδι, μεταγλωττίζω, περισυλλέγω, συναρμολογώ, συγκαλώ, συναθροίζω, μαζεύω, συντάσσω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: shromáždit
shromáždit antonyma, shromáždit gramatika, shromáždit křížovka, shromáždit pravopis, shromáždit slovník, shromáždit jazykový slovník řečtina, shromáždit v řečtině
Překlady
- shrnutí v řečtině - περίληψη, ξαναρχίζω, σύνοψη, συνοπτική, συνοπτικά, περίληψης
- shromažďovat v řečtině - περισυλλέγω, μαζεύομαι, μαζεύω, μαζικός, συσσωρεύω, συγκεντρώνομαι, μάζα, ...
- shromáždění v řečtině - σύγκληση, συγκεντρώνομαι, σύναξη, συγκεντρώνω, συνέλευση, συνέδριο, αναμέτρηση, ...
- shrábnout v řečtině - αρπάζω, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη
Náhodná slova
Shromáždit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συρρέω, αγέλη, συγκεντρώνω, συσσωμάτωμα, αποθησαυρίζω, παραβάλλω, μαζεύομαι, κοπάδι, μεταγλωττίζω, περισυλλέγω, συναρμολογώ, συγκαλώ, συναθροίζω, μαζεύω, συντάσσω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Překlady: συρρέω, αγέλη, συγκεντρώνω, συσσωμάτωμα, αποθησαυρίζω, παραβάλλω, μαζεύομαι, κοπάδι, μεταγλωττίζω, περισυλλέγω, συναρμολογώ, συγκαλώ, συναθροίζω, μαζεύω, συντάσσω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν