Těžit v řečtině
Překlad: těžit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εκχύλισμα, αποσπώ, νάρκη, νταμάρι, αξιοποιώ, μεταλλείο, κέρδος, κέρδους, κέρδη, κερδών, το κέρδος
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: těžit
těšit anglicky, těžit antonyma, těžit bitcoiny, těžit gramatika, těžit křížovka, těžit jazykový slovník řečtina, těžit v řečtině
Překlady
- těžce v řečtině - σκληρός, δύσκολος, βαριά, μεγάλο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, έντονα, μεγάλο
- těžení v řečtině - εξαγωγή, καταγωγή, ανύψωση, άρση, ανύψωσης, άρσης, ανυψώσεως
- těžkomyslný v řečtině - τετρακλινούς, τετράριχτη
- těžkopádný v řečtině - πυκνός, βαρύς, δυσκίνητος, δυσκίνητη, δυσκίνητες, επαχθείς, επαχθής
Náhodná slova
Těžit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εκχύλισμα, αποσπώ, νάρκη, νταμάρι, αξιοποιώ, μεταλλείο, κέρδος, κέρδους, κέρδη, κερδών, το κέρδος
Překlady: εκχύλισμα, αποσπώ, νάρκη, νταμάρι, αξιοποιώ, μεταλλείο, κέρδος, κέρδους, κέρδη, κερδών, το κέρδος