Uvést v řečtině

Překlad: uvést, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συστήνω, φιόγκος, εισάγω, ονομασία, κόμπος, τόξο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ, αναφέρω, βάζω, καθορίζω, ξεκινώ, παρουσιάζω, πληροφορώ, εγκαθιστώ, αναφορά, κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κρατικών, κρατικές
Uvést v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: uvést

uvést anglicky, uvést antonyma, uvést do rozpaků, uvést gramatika, uvést křížovka, uvést jazykový slovník řečtina, uvést v řečtině

Překlady

  • uvážit v řečtině - εσκεμμένος, θεωρώ, βλέπω, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
  • uvážlivý v řečtině - διακριτικός, εχέμυθος, judgematical
  • uvítat v řečtině - παραλαμβάνω, αγκαλιάζω, λαμβάνω, αγκάλιασμα, καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, ευπρόσδεκτη, ...
  • uvědomit v řečtině - γνωστοποιώ, ειδοποιώ, πληροφορώ, θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, ...
Náhodná slova
Uvést v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συστήνω, φιόγκος, εισάγω, ονομασία, κόμπος, τόξο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ, αναφέρω, βάζω, καθορίζω, ξεκινώ, παρουσιάζω, πληροφορώ, εγκαθιστώ, αναφορά, κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κρατικών, κρατικές