Uvěznit v řečtině
Překlad: uvěznit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
φυλακίζω, περιστέλλω, περιορίζω, φυλακή, φυλακίζουν, φυλακίσουν, φυλακίσει, φυλακίζει, να φυλακίζουν
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uvěznit
uvěznit antonyma, uvěznit gramatika, uvěznit křížovka, uvěznit pravopis, uvěznit synonymum, uvěznit jazykový slovník řečtina, uvěznit v řečtině
Překlady
- uvědomělost v řečtině - αισθήσεις, επίγνωση, γνώση, ευαισθητοποίησης, ευαισθητοποίηση, συνειδητοποίηση
- uvědomění v řečtině - επίγνωση, αντίληψη, αισθήσεις, γνώση, ευαισθητοποίησης, ευαισθητοποίηση, συνειδητοποίηση
- uvěznění v řečtině - φυλάκιση, φυλάκισης, ποινή φυλάκισης, φυλακίσεως, φυλακίσεις
- uvěřitelný v řečtině - εύσχημος, αληθοφανής, πιστευτός, πιστευτό, πιστευτή, πιστευτά
Náhodná slova
Uvěznit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: φυλακίζω, περιστέλλω, περιορίζω, φυλακή, φυλακίζουν, φυλακίσουν, φυλακίσει, φυλακίζει, να φυλακίζουν
Překlady: φυλακίζω, περιστέλλω, περιορίζω, φυλακή, φυλακίζουν, φυλακίσουν, φυλακίσει, φυλακίζει, να φυλακίζουν