Vštípit v řečtině
Překlad: vštípit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εντυπωσιάζω, ενσταλάξει, ενσταλάξουν, να ενσταλάξει, ενσταλάξει την, εμφυσήσει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vštípit
vštípit antonyma, vštípit gramatika, vštípit křížovka, vštípit pravopis, vštípit synonymum, vštípit jazykový slovník řečtina, vštípit v řečtině
Překlady
- všichni v řečtině - όλοι, όλες, όλα, όλος, όλων, όλους
- všivý v řečtině - σημαίνω, εννοώ, παραδόπιστος, τσιγκούνης, άθλιος, ψωραλέος, ψωραλέα, ...
- všude v řečtině - παντού, κόσμο, οπουδήποτε, όλων των περιοχών, παντού στην
- všudypřítomnost v řečtině - πανταχού παρουσία, πανταχού, πανταχού παρουσίας, ubiquity, γενικευμένης παρουσίας
Náhodná slova
Vštípit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εντυπωσιάζω, ενσταλάξει, ενσταλάξουν, να ενσταλάξει, ενσταλάξει την, εμφυσήσει
Překlady: εντυπωσιάζω, ενσταλάξει, ενσταλάξουν, να ενσταλάξει, ενσταλάξει την, εμφυσήσει