Vypařovat v řečtině
Překlad: vypařovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ατμός, εξατμίζομαι, αχνίζω, εξάτμιση, εξατμιστεί, την εξάτμιση, εξατμίζονται, εξατμίσει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vypařovat
vypařovat antonyma, vypařovat gramatika, vypařovat křížovka, vypařovat pravopis, vypařovat se, vypařovat jazykový slovník řečtina, vypařovat v řečtině
Překlady
- vypaření v řečtině - εξάτμιση, εξάτμισης, εξατμίσεως, την εξάτμιση, η εξάτμιση
- vypařit v řečtině - ζεματίζω, εξατμίζομαι, εξάτμιση, εξατμιστεί, εξατμίζονται, εξατμισθεί, εξατμιστούν
- vypařování v řečtině - εξάτμιση, εξάτμισης, εξατμίσεως, την εξάτμιση, η εξάτμιση
- vypeckovat v řečtině - λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, Stone, Πέτρινη, Πέτρινο, Πέτρινα
Náhodná slova
Vypařovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ατμός, εξατμίζομαι, αχνίζω, εξάτμιση, εξατμιστεί, την εξάτμιση, εξατμίζονται, εξατμίσει
Překlady: ατμός, εξατμίζομαι, αχνίζω, εξάτμιση, εξατμιστεί, την εξάτμιση, εξατμίζονται, εξατμίσει