Vyspělý v řečtině
Překlad: vyspělý, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ωριμάζω, προχωρημένος, μεστός, μεστώνω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vyspělý
vyspělý anglicky, vyspělý antonyma, vyspělý gramatika, vyspělý kapitalismus, vyspělý křížovka, vyspělý jazykový slovník řečtina, vyspělý v řečtině
Překlady
- vyspravit v řečtině - μαντάρω, επισκευάζω, μπάλωμα, επισκευή, επισκευαστεί, επισκευάζονται, επισκευάζεται, ...
- vyspělost v řečtině - ωριμότητα, επίγνωση, γνώση, Ευαισθητοποίηση, συνειδητοποίηση, Ευαισθητοποίησης
- vyspět v řečtině - μεστώνω, ωριμάζω, μεστός, ώριμος, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, μεγαλώσουν, ...
- vystavení v řečtině - εκθέτω, έκθεση, οθόνη, παρουσιάζω, έκθεσης, την έκθεση, της έκθεσης, ...
Náhodná slova
Vyspělý v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ωριμάζω, προχωρημένος, μεστός, μεστώνω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
Překlady: ωριμάζω, προχωρημένος, μεστός, μεστώνω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου