Vyzařování v řečtině
Překlad: vyzařování, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εκπομπή, ακτινοβολία, έκλυση, ακτινοβολίας, ακτινοβολίες, την ακτινοβολία, της ακτινοβολίας
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vyzařování
vyzařování antonyma, vyzařování antény, vyzařování energie, vyzařování gramatika, vyzařování křížovka, vyzařování jazykový slovník řečtina, vyzařování v řečtině
Překlady
- vyvřelý v řečtině - ejecta, εκτινάξεις, αναβλημάτων, υλικών ψηλά, ακές βολίδες
- vyzařovat v řečtině - εκπέμπω, απορρέω, ακτινοβολώ, αναδίνω, αχτίδα, σαλάχι, εκκρίνω, ...
- vyzbrojení v řečtině - εξοπλισμός, όπλα, εξοπλισμών, οπλισμός, οπλισμού, οπλισμό
- vyzbrojit v řečtině - μπράτσο, χέρι, όπλο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
Náhodná slova
Vyzařování v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εκπομπή, ακτινοβολία, έκλυση, ακτινοβολίας, ακτινοβολίες, την ακτινοβολία, της ακτινοβολίας
Překlady: εκπομπή, ακτινοβολία, έκλυση, ακτινοβολίας, ακτινοβολίες, την ακτινοβολία, της ακτινοβολίας