Anliggende på græsk
Oversættelse: anliggende, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
επιχείρηση, βαλίτσα, θέμα, δεσμός, ύλη, θήκη, δουλειές, νοιάζομαι, πράγμα, υπόθεση, περιστατικό, δουλειά, ζήτημα, θέματος, ύλης
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: anliggende
anliggende antonymer, anliggende betyder, anliggende betydning, anliggende definisjon, anliggende engelsk, anliggende sprog ordbog græsk, anliggende på græsk
Oversættelser
- ankomst på græsk - άφιξη, άφιξης, την άφιξη, άφιξή, την άφιξή
- anledning på græsk - αιτία, περίπτωση, λόγος, αιτιολογία, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, ...
- anlæg på græsk - κήπος, εργοστάσιο, φυτό, φυτών, φυτού, φυτικών
- anmelde på græsk - παρακρατώ, παρακαταθήκη, εφεδρικός, εφεδρεία, έκθεση, έκθεσης, έκθεσή, ...
Tilfældige ord
Anliggende på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: επιχείρηση, βαλίτσα, θέμα, δεσμός, ύλη, θήκη, δουλειές, νοιάζομαι, πράγμα, υπόθεση, περιστατικό, δουλειά, ζήτημα, θέματος, ύλης
Oversættelser: επιχείρηση, βαλίτσα, θέμα, δεσμός, ύλη, θήκη, δουλειές, νοιάζομαι, πράγμα, υπόθεση, περιστατικό, δουλειά, ζήτημα, θέματος, ύλης