Antropologi på græsk
Oversættelse: antropologi, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ανθρωπολογία, Ανθρωπολογίας, την ανθρωπολογία, της ανθρωπολογίας, Ανθρωπολογικού
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: antropologi
antropologi antonymer, antropologi au, antropologi betydning, antropologi job, antropologi jobmuligheder, antropologi sprog ordbog græsk, antropologi på græsk
Oversættelser
- antimon på græsk - αντιμόνιο, αντιμονίου, του αντιμονίου, το αντιμόνιο, αντιμονίου που
- antistof på græsk - αντίσωμα, αντισώματος, αντισωμάτων, αντισώμα, αντισώματα
- anus på græsk - πρωκτός, πρωκτό, τον πρωκτό, πρωκτού, του πρωκτού
- anæmi på græsk - αναιμία, αναιμίας, της αναιμίας, αναιμία του, την αναιμία
Tilfældige ord
Antropologi på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ανθρωπολογία, Ανθρωπολογίας, την ανθρωπολογία, της ανθρωπολογίας, Ανθρωπολογικού
Oversættelser: ανθρωπολογία, Ανθρωπολογίας, την ανθρωπολογία, της ανθρωπολογίας, Ανθρωπολογικού