Argument på græsk
Oversættelse: argument, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
επιχείρημα, λογομαχία, διαφωνία, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: argument
argument advokatfirma, argument analysis, argument antonymer, argument betydning, argument definition, argument sprog ordbog græsk, argument på græsk
Oversættelser
- areal på græsk - περιοχή, έκταση, περιοχής, χώρο, ζώνη
- arena på græsk - αρένα, κονίστρα, Arena, σκηνή, στίβο
- argumentere på græsk - διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, ...
- aristokrati på græsk - αριστοκρατία, αριστοκρατίας, αριστοκράτες, της αριστοκρατίας, την αριστοκρατία
Tilfældige ord
Argument på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: επιχείρημα, λογομαχία, διαφωνία, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη
Oversættelser: επιχείρημα, λογομαχία, διαφωνία, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη