Arkæologi på græsk
Oversættelse: arkæologi, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: arkæologi
arkæologi aalborg, arkæologi antonymer, arkæologi au, arkæologi betydning, arkæologi for børn, arkæologi sprog ordbog græsk, arkæologi på græsk
Oversættelser
- arkitekt på græsk - αρχιτέκτων, αρχιτέκτονα, αρχιτέκτονας, του αρχιτέκτονα, τον αρχιτέκτονα
- arkitektur på græsk - αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, την αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονική του, της αρχιτεκτονικής
- arm på græsk - μπράτσο, χέρι, όπλο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
- armbånd på græsk - βραχιόλι, μπρασελέ, βραχιόλι από
Tilfældige ord
Arkæologi på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας
Oversættelser: αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας