Belønning på græsk
Oversættelse: belønning, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αποζημίωση, μισθός, αμοιβή, συμψηφισμός, ανταμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: belønning
belønning af medarbejdere, belønning antonymer, belønning betydning, belønning børn, belønning engelsk, belønning sprog ordbog græsk, belønning på græsk
Oversættelser
- beløb på græsk - σύνολο, ποσό, πράξη, ολικός, ποσόν, ανέρχομαι, ποσά, ...
- belønne på græsk - αναπληρώνω, ανταμοιβή, αμοιβή, αντισταθμίζω, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
- bemærkning på græsk - σχολιάζω, παρατήρηση, παρατηρώ, σχόλιο, παρατηρήσεις, παρατήρησή, παρατήρηση που
- ben på græsk - κόκαλο, στάδιο, πόδι, πόδια, τα πόδια, ποδιών, σκέλη, ...
Tilfældige ord
Belønning på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αποζημίωση, μισθός, αμοιβή, συμψηφισμός, ανταμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
Oversættelser: αποζημίωση, μισθός, αμοιβή, συμψηφισμός, ανταμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων