Benytte på græsk

Oversættelse: benytte, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αιτούμαι, βάζω, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Benytte på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: benytte

benytte anden læge, benytte antonymer, benytte betydning, benytte engelsk, benytte english, benytte sprog ordbog græsk, benytte på græsk

Oversættelser

  • bemærkning på græsk - σχολιάζω, παρατήρηση, παρατηρώ, σχόλιο, παρατηρήσεις, παρατήρησή, παρατήρηση που
  • ben på græsk - κόκαλο, στάδιο, πόδι, πόδια, τα πόδια, ποδιών, σκέλη, ...
  • benyttelse på græsk - χρήση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
  • benzin på græsk - αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Tilfældige ord
Benytte på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αιτούμαι, βάζω, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση