Berømt på græsk
Oversættelse: berømt, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
φημισμένος, διάσημος, γνωστός, πολύκροτος, ένδοξος, ξακουστός, αξιοσημείωτος, επιφανής, περίφημος, διάσημο, διάσημη, διάσημα
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: berømt
berømt antonymer, berømt betydning, berømt engelsk kok på dr1, berømt golfspiller gæt skyggen, berømt golfspiller navne, berømt sprog ordbog græsk, berømt på græsk
Oversættelser
- beretning på græsk - δελτίο, επικοινωνία, έκθεση, έκθεσης, έκθεσή, αναφορά, την έκθεση
- berømmelse på græsk - φήμη, Δόξα, τη φήμη, φήμης, η φήμη
- berøre på græsk - πινελιά, αγγίζω, αφή, επαφή, άγγιγμα, αγγίζετε, αγγίξτε
- berøring på græsk - πινελιά, αγγίζω, επαφή, επαφής, Επικοινωνηστε με, Επικοινωνηστε με την, Επικοινωνήστε με
Tilfældige ord
Berømt på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: φημισμένος, διάσημος, γνωστός, πολύκροτος, ένδοξος, ξακουστός, αξιοσημείωτος, επιφανής, περίφημος, διάσημο, διάσημη, διάσημα
Oversættelser: φημισμένος, διάσημος, γνωστός, πολύκροτος, ένδοξος, ξακουστός, αξιοσημείωτος, επιφανής, περίφημος, διάσημο, διάσημη, διάσημα