Del på græsk
Oversættelse: del, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
μερίδιο, συστατικός, εξάρτημα, κλήρος, χωρίζω, μοιράζομαι, μοιράζω, μερίδα, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: del
barcelona, casa del, copa del rey, costa del sol, ctrl alt del, del sprog ordbog græsk, del på græsk
Oversættelser
- dekoration på græsk - στολισμός, διακόσμηση, διακόσμησης, τη διακόσμηση, διάκοσμο, διακοσμήσεων
- dekret på græsk - παραγγελία, θέσπισμα, παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, διάγγελμα, θεσπίζω, ...
- dele på græsk - ιδιαίτερος, κλήρος, ξεχωριστός, χωρίζω, χωριστός, μοιράζομαι, μοιράζω, ...
- delegeret på græsk - παραστατικός, αντιπροσωπευτικός, αντιπρόσωπος, απεσταλμένος, συνέδρου, Επιτετραμμένο, Επιτετραμμένος
Tilfældige ord
Del på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: μερίδιο, συστατικός, εξάρτημα, κλήρος, χωρίζω, μοιράζομαι, μοιράζω, μερίδα, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Oversættelser: μερίδιο, συστατικός, εξάρτημα, κλήρος, χωρίζω, μοιράζομαι, μοιράζω, μερίδα, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει