Depot på græsk
Oversættelse: depot, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
μαγαζί, αποθήκευση, βάζω, αποθηκεύω, σταθμός, αποθήκη, αποθήκης, τόπο, αποθέματος
Andre Sprog
Relaterede ord: depot
depot aalborg, depot antonymer, depot auktion, depot betydning, depot danmark, depot sprog ordbog græsk, depot på græsk
Oversættelser
- dens på græsk - του, της, τους
- departement på græsk - τομή, τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας
- der på græsk - εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει
- derefter på græsk - επόμενος, μετά, κατόπιν, μεταγενέστερα, τότε, στη συνέχεια, συνέχεια, ...
Tilfældige ord
Depot på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: μαγαζί, αποθήκευση, βάζω, αποθηκεύω, σταθμός, αποθήκη, αποθήκης, τόπο, αποθέματος
Oversættelser: μαγαζί, αποθήκευση, βάζω, αποθηκεύω, σταθμός, αποθήκη, αποθήκης, τόπο, αποθέματος