Despot på græsk
Oversættelse: despot, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αυτοκράτορας, δεσποτικός, δεσπότης, δεσπότη, δυνάστης, ο Δεσπότης, δυνάστη
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: despot
despot antonymer, despot betyder, despot betydning, despot coachella, despot krydsord, despot sprog ordbog græsk, despot på græsk
Oversættelser
- desinficere på græsk - απολυμαίνω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται
- desperation på græsk - απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απογοήτευση, απόγνωσης
- dessert på græsk - γλυκός, καραμέλα, επιδόρπιο, γλυκό, επιδορπίων, το επιδόρπιο, Επιδόρπιο Στοιχεία εστιατορίου
- destillation på græsk - απόσταξη, απόσταξης, αποστάξεως, την απόσταξη, η απόσταξη
Tilfældige ord
Despot på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αυτοκράτορας, δεσποτικός, δεσπότης, δεσπότη, δυνάστης, ο Δεσπότης, δυνάστη
Oversættelser: αυτοκράτορας, δεσποτικός, δεσπότης, δεσπότη, δυνάστης, ο Δεσπότης, δυνάστη