Fattig på græsk

Oversættelse: fattig, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ελεεινός, φτωχός, άτυχος, πενιχρός, αξιολύπητος, κακόμοιρος, χάλια, καημένος, άθλιος, οικτρός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές
Fattig på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: fattig

carina fattig, fattig 80'erne, fattig antonymer, fattig betydning, fattig carina, fattig sprog ordbog græsk, fattig på græsk

Oversættelser

  • fast på græsk - ρωμαλέος, εδραίος, σταθερός, τακτικός, στερεός, γρήγορα, γερός, ...
  • fastland på græsk - ήπειρος, ηπειρωτική χώρα, ηπειρωτική, ηπειρωτικής, την ηπειρωτική, ενδοχώρα
  • fattigdom på græsk - μιζέρια, φτώχεια, πενία, ένδεια, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, ...
  • feber på græsk - πυρετός, θέρμη, πυρετό, πανώλης, πανώλης των, πανώλη
Tilfældige ord
Fattig på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ελεεινός, φτωχός, άτυχος, πενιχρός, αξιολύπητος, κακόμοιρος, χάλια, καημένος, άθλιος, οικτρός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές