Forblive på græsk
Oversættelse: forblive, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
μένω, παραμένω, παραμένουν, παραμένει, εξακολουθούν να, εξακολουθούν, παραμείνει
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: forblive
at forblive ædru, blive forblive, forblive antonymer, forblive betydning, forblive brun, forblive sprog ordbog græsk, forblive på græsk
Oversættelser
- forbinde på græsk - κρίκος, γραβάτα, συνδέω, δένω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, ...
- forbindelse på græsk - σχέση, ανταπόκριση, σύνδεση, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά
- forbrug på græsk - δαπάνη, φθίση, κατανάλωση, δαπάνες, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, ...
- forbruger på græsk - καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
Tilfældige ord
Forblive på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: μένω, παραμένω, παραμένουν, παραμένει, εξακολουθούν να, εξακολουθούν, παραμείνει
Oversættelser: μένω, παραμένω, παραμένουν, παραμένει, εξακολουθούν να, εξακολουθούν, παραμείνει