Gård på græsk
Oversættelse: gård, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αυλή, ερωτοτροπώ, προαύλιο, αγρόκτημα, δικαστήριο, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: gård
boltens gård, den blå gård, den gamle gård, en gård, gård antonymer, gård sprog ordbog græsk, gård på græsk
Oversættelser
- gå på græsk - ταξιδεύω, βαδίζω, κινώ, κίνηση, μετακομίζω, πηγαίνω, σεργιανίζω, ...
- gåde på græsk - μυστήριο, μυστικός, αίνιγμα, απόρρητος, μυστικό, κοσκινίζω, γρίφος, ...
- gårdsplads på græsk - αυλή, δικαστήριο, προαύλιο, ερωτοτροπώ, αυλής, στην αυλή
- gås på græsk - χήνα, χήνας, χήνες, της χήνας, χηνών
Tilfældige ord
Gård på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αυλή, ερωτοτροπώ, προαύλιο, αγρόκτημα, δικαστήριο, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Oversættelser: αυλή, ερωτοτροπώ, προαύλιο, αγρόκτημα, δικαστήριο, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων