Held på græsk
Oversættelse: held, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
πιθανότητα, συγκυρία, τύχη, ευκαιρία, κίνδυνος, αποτολμώ, ευτυχία, διακυβεύω, την τύχη, τύχης, επιτυχία, η τύχη
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: held
held antonymer, held betydning, held i uheld, held krydsord, held læderjakke, held sprog ordbog græsk, held på græsk
Oversættelser
- hel på græsk - ποδιά, συνολικός, ολόκληρος, ακέραιος, άρτιος, γενικός, ολόκληρο, ...
- helbred på græsk - υγεία, υγείας, την υγεία, της υγείας, υγεία των
- heldig på græsk - τυχερός, ευτυχισμένος, τυχεροί, τυχεροί και, τυχερό, τυχερή
- hele på græsk - ολόκληρος, πλήρης, μεστός, γεμάτος, σύνολο, ολικός, παντού, ...
Tilfældige ord
Held på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: πιθανότητα, συγκυρία, τύχη, ευκαιρία, κίνδυνος, αποτολμώ, ευτυχία, διακυβεύω, την τύχη, τύχης, επιτυχία, η τύχη
Oversættelser: πιθανότητα, συγκυρία, τύχη, ευκαιρία, κίνδυνος, αποτολμώ, ευτυχία, διακυβεύω, την τύχη, τύχης, επιτυχία, η τύχη