Konstruere på græsk
Oversættelse: konstruere, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
κατασκευάζω, εξαναγκάζω, μπόι, ανάστημα, φτιάχνω, χτίζω, κάνω, οικοδομώ, κορμοστασιά, κατασκευή, κατασκευάσουν, κατασκευάσει, την κατασκευή, κατασκευαστεί
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: konstruere
konstruere 30 graders vinkel, konstruere antonymer, konstruere betydning, konstruere en femkant, konstruere en oval, konstruere sprog ordbog græsk, konstruere på græsk
Oversættelser
- konservatisme på græsk - συντηρητισμός, συντηρητισμό, συντηρητισμού, ο συντηρητισμός, συντηρητικά
- konsonant på græsk - σύμφωνο, σύμφωνη, συνάδει, συμφώνου, σύμφωνες
- konstruktion på græsk - κατασκευή, δομή, ανέγερση, κατασκευής, κατασκευών, την κατασκευή, κατασκευές
- kontakt på græsk - επαφή, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
Tilfældige ord
Konstruere på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: κατασκευάζω, εξαναγκάζω, μπόι, ανάστημα, φτιάχνω, χτίζω, κάνω, οικοδομώ, κορμοστασιά, κατασκευή, κατασκευάσουν, κατασκευάσει, την κατασκευή, κατασκευαστεί
Oversættelser: κατασκευάζω, εξαναγκάζω, μπόι, ανάστημα, φτιάχνω, χτίζω, κάνω, οικοδομώ, κορμοστασιά, κατασκευή, κατασκευάσουν, κατασκευάσει, την κατασκευή, κατασκευαστεί