Kurv på græsk
Oversættelse: kurv, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
καλάθι, κοφίνι, πανέρι, καλαθιού, καλάθι με, καλάθι αγορών, μπάσκετ
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: kurv
basket kurv, basketball, basketball kurv, cykel kurv, ferm kurv, kurv sprog ordbog græsk, kurv på græsk
Oversættelser
- kur på græsk - θεραπεία, μεταχείριση, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση
- kursus på græsk - πλεύση, πιάτο, πορεία, φυσικά, βέβαια, βεβαίως, μάθημα
- kurve på græsk - κυρτώνω, διπλώνω, καμπυλώνεται, καμπύλη, καμπυλώνω, ζάρωμα, στροφή, ...
- kusine på græsk - εξάδελφος, ξάδερφος, εξαδέλφη, ξάδελφος, ξάδελφό
Tilfældige ord
Kurv på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: καλάθι, κοφίνι, πανέρι, καλαθιού, καλάθι με, καλάθι αγορών, μπάσκετ
Oversættelser: καλάθι, κοφίνι, πανέρι, καλαθιού, καλάθι με, καλάθι αγορών, μπάσκετ