Leukæmi på græsk
Oversættelse: leukæmi, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
λευχαιμία, λευχαιμίας, της λευχαιμίας, η λευχαιμία, τη λευχαιμία
Andre Sprog
Relaterede ord: leukæmi
akut leukæmi, kronisk leukæmi, leukæmi all, leukæmi aml, leukæmi antonymer, leukæmi sprog ordbog græsk, leukæmi på græsk
Oversættelser
- lesbisk på græsk - λεσβία, λεσβίες, λεσβιών, λεσβιακό, λεσβιακά
- let på græsk - ανάβω, φωτίζω, εύκολος, ξανθός, λείος, απλοϊκός, άνετος, ...
- levende på græsk - ζωντανός, ζωή, διαβίωσης, καθιστικό, ζωής
- lever på græsk - συκώτι, ζωντανός, ζωή, διαβίωσης, καθιστικό, ζωής
Tilfældige ord
Leukæmi på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: λευχαιμία, λευχαιμίας, της λευχαιμίας, η λευχαιμία, τη λευχαιμία
Oversættelser: λευχαιμία, λευχαιμίας, της λευχαιμίας, η λευχαιμία, τη λευχαιμία